- μελίκρατος
- μελίκρατος, ιων.τ. μελίκρητος, -ον (ΑM)αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι2. μτφ. (για πρόσωπα) γλυκός, γλυκομίλητος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίκρατονποτό που ήταν μίγμα από μέλι και νερό, υδρόμελιαρχ.το ουδ. ως ουσ. υδαρής ύλη που ήταν μίγμα από μέλι και γάλα ή νερό ή κρασί και προσφερόταν ως σπονδή στους χθόνιους θεούς («χοὴν χεῑσθαι πᾱσιν νεκύεσσι, πρῶτα μελικρήτῳ μετέπειτα δὲ ἡδέϊ οἴνῳ», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -κρατος (< θ. κρᾶ- τού κεράννυμι, πρβλ. κρᾶσις), πρβλ. αυτό-κρατος, εύ-κρατος].
Dictionary of Greek. 2013.